πολυπροσκύνητος

πολυπροσκύνητος
-ον, Μ
(για τον Τίμιο Σταυρό)
1. αυτός τον οποίο προσκυνούν πολλοί, πολλές φορές, πολυσέβαστος
2. αυτός που προσκυνά πολλούς θεούς, που ακολουθεί πολυθεϊστική λατρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -προσκύνητος (< προσκυνῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”